- ἐξολισθήσῃ
- ἐξολισθάνωglide offaor subj mid 2nd sgἐξολισθάνωglide offaor subj act 3rd sgἐξολισθάνωglide offfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξολίσθηση — η (AM ἐξολίσθησις) [εξολισθάνω] 1. εκτροπή από την ευθεία 2. γλίστρημα, σφάλμα νεοελλ. ολίσθηση τού τροχού οχήματος σε κατεύθυνση πλάγια ή κάθετη προς το επίπεδο περιστροφής, ντεραπάρισμα … Dictionary of Greek
εξολισθητικός — ή, ό [εξολίσθηση] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην εξολίσθηση … Dictionary of Greek